- συμπλείονες
- και συμπλέονες, ουδ. συμπλέονα, Απερισσότεροι μαζί («εἶναι δὲ τοσαύτην τὴν ἰσχὺν ὥστε ἑκάστου μὲν καὶ ἑνὸς καὶ συμπλειόνων κρείττω τοῡ δὲ πλήθους ἥττω», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πλείων*, πλείονες συγκρ. τού πολύς].
Dictionary of Greek. 2013.